νησίδιο

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446

Greek Monolingual

το (Α νησίδιον) νήσος
(υποκορ. του νήσος) νησίδα, νησάκι
νεοελλ.
1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας
2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό
3. φρ. «νησίδια του Λάνγκερχανς»
(ανατ.-φυσιολ.) σωροί αδενικών κυττάρων που βρίσκονται μεταξύ τών αδενοκυψελών του παγκρέατος και παράγουν την έσω έκκριση του οργάνου, δηλαδή ινσουλίνη, γλυκαγόνη, σωματοστατίνη κ.ά. ουσίες.