νουθετισμός

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετισμός Medium diacritics: νουθετισμός Low diacritics: νουθετισμός Capitals: ΝΟΥΘΕΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: nouthetismós Transliteration B: nouthetismos Transliteration C: nouthetismos Beta Code: nouqetismo/s

English (LSJ)

v. νουθετησμός.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετισμός: ἴδε νουθέτησις.

Greek Monolingual

νουθετισμός, ὁ (Α) νουθετίζω
παραίνεση, νουθέτηση.

German (Pape)

ὁ (wie von νουθετίζω), = νουθεσία, Men. bei Poll. 9.139, der das Wort verwirft; Phot.; Lobeck zu Phryn. 511, EM. νουθετησμός.