ξέρασμα
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
Greek Monolingual
το
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξερνώ, ο εμετός, το ξερατό
2. συν. στον πληθ. τα ξεράσματα
μτφ. λόγια και πράξεις που προκαλούν αηδία («τί ξεράσματα είναι αυτά που μού λές»)
3. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός) αντιπαθητικό άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξέρασμα (< ἐξερῶ [Ι]) με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος].