ξεβγαίνω
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
(Μ ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω)
1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο
νεοελλ.
1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις του κατεστημένου, χειραφετούμαι
2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι
μσν.
1. φεύγω από κάπου με πλοίο, αποπλέω
2. απομακρύνομαι
3. έρχομαι, εμφανίζομαι, παρίσταμαι
4. (για φήμη) διαδίδομαι
5. (για λάβα) εκτοξεύομαι
6. κυκλοφορώ.