ξερατό
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Greek Monolingual
το
1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα
2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά
3. στον πληθ. τα ξερατά
ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με αναλογική επίδραση του εμετός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. ξερατός].