ξεσκεπάζω
From LSJ
Greek Monolingual
1. βγάζω το σκέπασμα, αφαιρώ το κάλυμμα (α. «μην ξεσκεπάζεις το παιδί το βράδυ, γιατί θα κρυώσει» β. «ξεσκέπασε την κατσαρόλα να δεις αν έγινε το φαγητό»)
2. (μέσ. και παθ.) ξεσκεπάζομαι
α) βγάζω από πάνω μου τα σκεπάσματα, τη σκεπή, το κάλυμμα
β) αποκαλύπτω τον εαυτό μου ή αποκαλύπτομαι από άλλον
3. μτφ. αποκαλύπτω, φανερώνω («κατόρθωσε να ξεσκεπάσει τη σκευωρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σκεπάζω.