ξηροστομία

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

η (Α ξηροστομία)
νεοελλ.
νοσηρή κατάσταση της στοματικής κοιλότητας, κατά την οποία παρατηρείται υπερβολική ξηρότητα του στόματος που οφείλεται σε ελάττωση ή και κατάργηση της έκκρισης σάλιου και αποτελεί παρενέργεια φαρμάκων και σύμπτωμα διαφόρων νόσων
αρχ.
ανιαρή, βαρετή ομιλία, ομιλία χωρίς γλαφυρότητα, το να μιλά κανείς ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -στομία (< -στομος < στόμα), πρβλ. κακο-στομία. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xerostomia < ξηρός + στόμα.