ξυλοσχίστης

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοσχίστης Medium diacritics: ξυλοσχίστης Low diacritics: ξυλοσχίστης Capitals: ΞΥΛΟΣΧΙΣΤΗΣ
Transliteration A: xyloschístēs Transliteration B: xyloschistēs Transliteration C: ksyloschistis Beta Code: culosxi/sths

English (LSJ)

ξυλοσχίστου, ὁ, one who splits wood, Ptol.Tetr. 179.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, der Holzspalter, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοσχίστης: -ου, ὁ σχίζων ξύλα, Πρόκλ. Παράφρ. 3. 250. = Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

Greek Monolingual

και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης)
αυτός που σχίζει ξύλα
νεοελλ.
μτφ.
1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής
2. αμαθής, αγράμματος.