οικτίρω

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ οἰκτίρω και οἰκτείρω, Α και οἰκτειρῶ, -έω, αιολ. τ. οικτίρρω)
αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, λυπάμαι κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, συμπονώ («ἐμὲ δὲ οἰκτίρεις ἐπὶ τῆ πενίᾳ», Ξεν.)
νεοελλ.
περιφρονώ, καταφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. οἰκτίρω (< οικτίρ- < οἰκτρ- ) < οἰκτρός. Ο τ. οἰκτείρω (με -ει-) από ιωτακιστική σύγχυση τών ι και ει].