οιμώζω

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

οἰμώζω)
κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω
2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω
3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου, σκάσε, πλάνταξε, βούλωσέ το («οἴμωζε μεγάλα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. οἴμοι (πρβλ. αἰαῖ: αἰάζω)].