ολβιόθυμος

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

ὀλβιόθυμος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχήὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλόθυμος)].