ομοιοφάνεια
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
Greek Monolingual
η
ζωολ. τύπος χρωματικής προσαρμογής προς το περιβάλλον, που συνίσταται στη μείωση της έντασης του χρώματος ενός ζώου κατά την ημέρα και μέσα σε ανοιχτόχρωμο περιβάλλον ή στην επαύξησή της μέσα σε μελανό περιβάλλον, αλλά πάντοτε κατά την ημέρα.