οξύγενυς

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

ὀξύγενυς, -ένυος, ὁ (Α)
η οξεία, μυτερή άκρη του πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γένυς, -υος (πρβλ. χαλκόγενυς)].