οστρακιώδης

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που προσιδιάζει στην οστρακιά ή που έχει τα χαρακτηριστικά της οστρακιάς («οστρακιώδες εξάνθημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οστρακιά + κατάλ. -ώδης. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].