οὐδαμινός
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
German (Pape)
[Seite 408] nichtswürdig, nichtsnutzig, nichtig, ohnmächtig, Sp., die auch einen compar. οὐδαμινέστερος gebildet haben.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμῐνός: -ή, -όν, ἀνάξιος λόγου, οὐδενὸς ἄξιος, Μοσχοπούλου π. Ὀνομάτ. Ἀττ. Συλλογὴ ἐν λ. φαῦλον ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «οὐδαμινός· οὐδενὸς λόγου ἄξιός ἐστι. βραχὺς εὐτελής», πρβλ. μηδαμινός.
Greek Monolingual
οὐδαμινός, -ή, -όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, -η, -ον (Α)
ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. -ινός (πρβλ. μηδαμινός)].