πάσο
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
το
1. βήμα, δρασκελιά
2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης
3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης
4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» της βίδας, του κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο»)
5. φρ. α) «με το πάσο μου» — με την ησυχία μου, χωρίς βιασύνη
β) «πηγαίνω πάσο» ή «πάω πάσο» ή, απλώς, «πάσο»
i) (ως χαρτοπαικτικός όρος) δεν μετέχω ως συμπαίκτης σε μία φάση του παιχνιδιού
ii) δεν θέλω ή δεν μπορώ να αναμιχθώ σε κάτι
γ) «δεν κάνει πάσο» — δεν προοδεύει, έχει μείνει στάσιμος στη ζωή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passo «βήμα, πέρασμα»].