πέλος

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

το
τρίχωμα σε ορισμένα υφάσματα και χαλιά («το πέλος του βελούδου είναι απαλό»).