πίστα
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
Greek Monolingual
η, Ν
1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες
2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό
3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων
4. κατάλληλα διαμορφωμένο τμήμα αεροδρομίου για την τροχοδρόμηση τών αεροπλάνων
5. ειδικός χώρος σε χιονισμένο βουνό για τη διεξαγωγή χιονοδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. piste < λατ. pisto «κοπανίζω»].