παθητικότητα

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του παθητικού, η έλλειψη ενεργητικότητας, και ζωντάνιας, η παντελής αδράνεια
2. χημ. η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων όπως είναι ο σίδηρος, το χρώμιο κ.λπ., η οποία συνίσταται στην παρεμπόδιση της χημικής τους διάβρωσης ως αποτέλεσμα της αποκατάστασης ειδικών συνθηκών στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].