παιδιακός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
παιδιακή, παιδιακόν, of children, ἐπίκρισις PSI 5.450.69 (ii/iii A. D.).
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α πιθ. γρφ. παιδιακός, -ή, -όν)
ο σχετικός με παιδί, παιδικός, αθώος («κι εκείνη η αγάπη η παιδιακή, που 'χα γι' αυτήν, η αθώα», Κρυστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδίον + κατάλ. -ακός (πρβλ. νηπιακός)].