παλίνορτος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνορτος Medium diacritics: παλίνορτος Low diacritics: παλίνορτος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΤΟΣ
Transliteration A: palínortos Transliteration B: palinortos Transliteration C: palinortos Beta Code: pali/nortos

English (LSJ)

παλίνορτον, (ὄρνυμι) recurring, inveterate, μῆνις A.Ag.154(lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] nach E. M. die eigentliche etymologisch richtige Form für das Vorige, ὁ πάλιν ὡρμημένος erkl., u. so steht Aesch. Ag. 153 παλίνορτος οἰκονόμος μῆνις, wo Schütz παλίνορσος ändert.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance ou éclate de nouveau, qui se ravive (ressentiment, haine).
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνορτος: (ῐ) вновь вспыхивающий, т. е. неутолимый (μῆνις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

παλίνορτος: -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. παλίγκοτος· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. θέορτος.

Greek Monolingual

παλίνορτος, -ον (Α)
βλ. παλίνορσος.

Greek Monotonic

πᾰλίνορτος: -ον, = παλίνορσος, ορμώμενος ξανά, βαθιά ριζωμένος, πάγιος, μόνιμα αθεράπευτος, περίπου ίδιο με το παλίγ-κοτος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πᾰλίν-ορτος, ον, = παλίνορσος
recurring, inveterate, much like παλίγ-κοτος, Aesch.