παλλακεύω

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλᾰκεύω Medium diacritics: παλλακεύω Low diacritics: παλλακεύω Capitals: ΠΑΛΛΑΚΕΥΩ
Transliteration A: pallakeúō Transliteration B: pallakeuō Transliteration C: pallakeyo Beta Code: pallakeu/w

English (LSJ)

A to be a concubine, esp. for ritual purposes, Str.17.1.46, BCH7.276 (Tralles): generally, τῷ Μιθριδάτῃ Str.13.4.3:—more freq. in Med. and Pass.,
1 keep as a concubine, Hdt.4.155.
2 Pass., to be a concubine, Plu.Them.26; τινι to one, Id.Fab.21, Art.26.

Greek Monolingual

παλλακεύω (Α) παλλακή
1. (ενεργ. και μέσ.) α) είμαι παλλακίδα για λόγους ιεροτελεστικούς
β) είμαι παλλακίδα κάποιου
2. μέσ. (για άνδρες) έχω μία γυναίκα ως παλλακίδα («Φρονίμην παραλαβών... ἐπαλλακεύετο», Ηρόδ.)
3. παθ. (για γυναίκα) συμβιώνω με κάποιον ως παλλακίδα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλλακεύω [παλλακή] meestal med. als concubine nemen pass. concubine zijn, met dat. van iem.