παμπορθής
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
παμπορθές, all-destroying, prob. for παμπρόσθη in A.Ag.714 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui détruit tout.
Étymologie: πᾶν, πέρθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπορθής -ές [πᾶς, πέρθω] vol verwoesting.
Russian (Dvoretsky)
παμπορθής: всеразрушающий, гибельный (Aesch. - v.l. к παμπρόσθη).
Greek (Liddell-Scott)
παμπορθής: -ές, ἴδε παμπρόσθη.
Greek Monolingual
παμπορθής, -ές (Α)
(αμφβλ. γρφ.) αυτός που καταστρέφει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πορθής (< πορθῶ)].