παράθραυμα

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράθραυμα Medium diacritics: παράθραυμα Low diacritics: παράθραυμα Capitals: ΠΑΡΑΘΡΑΥΜΑ
Transliteration A: paráthrauma Transliteration B: parathrauma Transliteration C: parathravma Beta Code: para/qrauma

English (LSJ)

-ατος, τό, anything broken off, fragment, in plural, Ar. Fr.366 (v.l. παράθραυσμα).

Greek Monolingual

και, κατά δ. αναγν., παράθραυσμα, τὸ, Α παραθραύω
θραύσμα από κάτι.