παράρρυσις
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
-εως, ἡ, = παράρρυμα 1, A.Supp.715 (pl.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράρρῡσις -εως, ἡ [παρά, ἐρύω] dekkleed, zijdekking (aan de zijkant van een schip).
German (Pape)
[ῡ], = παράρρυμα, νεώς, Aesch. Suppl. 696.
Russian (Dvoretsky)
παράρρῡσις: εως ἡ (= παράρρυμα
1 корабельный щит (π. νεώς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
παράρρῡσις: ἡ, ὅρα ἐν λ. παράρρυμα.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α
το παράρρυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ρρυσις (< ἐρύω [Ι] «σύρω»)].