παρέκβαση
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
η / παρέκβασις, -άσεως, ΝΑ παρεκβαίνω
1. το να βγαίνει κανείς έξω από κάτι, απομάκρυνση
2. μτφ. παρεκτροπή, παρέκκλιση από τον σωστό δρόμο ή από έναν σκοπό
3. (για πολίτευμα) εκτροπή από το θεσμικό πλαίσιο («η τυραννίδα είναι καρέκβαση της βασιλείας, η ολιγαρχία της αριστοκρατίας, η οχλοκρατία της δημοκρατίας»)
4. (για ομιλητή ή συγγραφέα) απομάκρυνση από το προκείμενο, από το κύριο θέμα ομιλίας ή συγγράμματος.