παρέλκυση

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

η / παρέλκυσις, -ύσεως, ή ΝΜΑ παρελκύω
1. μη περάτωση μιας ενέργειας ή διαδικασίας κατά την διάρκεια του αναγκαίου ή προκαθορισμένου χρόνου αλλά η συνέχιση της και πέρα από αυτόν, παράταση
2. βραδύτητα, επιβράδυνση, αργοπορία
3. η με αναβολές αποφυγή εκτέλεσης μιας ενέργειας, το τρενάρισμα.