πατραγαθία
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ἡ, virtue of one's father or ancestors, opp. ἀνδραγαθία, Plu.2.183d, 534c.
German (Pape)
[Seite 535] ἡ, die Tugend des Vaters, Ahnentugend, Plut. vit. pud. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vertu ou mérite du père ou des ancêtres.
Étymologie: πατήρ, ἀγαθός.
Russian (Dvoretsky)
πατρᾰγᾰθία: ἡ доблесть отца или предков Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πατρᾰγᾰθία: ἡ, (ἀγαθὸς) ἡ ἀρετὴ ἢ αἱ ἀγαθαὶ πράξεις τοῦ πατρὸς ἢ τῶν προγόνων τινός, Πλούτ. 2. 183D, 534C.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις του πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αγαθία (< -άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδραγαθία].