πατραγαθία

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰγᾰθία Medium diacritics: πατραγαθία Low diacritics: πατραγαθία Capitals: ΠΑΤΡΑΓΑΘΙΑ
Transliteration A: patragathía Transliteration B: patragathia Transliteration C: patragathia Beta Code: patragaqi/a

English (LSJ)

ἡ, virtue of one's father or ancestors, opp. ἀνδραγαθία, Plu.2.183d, 534c.

German (Pape)

[Seite 535] ἡ, die Tugend des Vaters, Ahnentugend, Plut. vit. pud. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vertu ou mérite du père ou des ancêtres.
Étymologie: πατήρ, ἀγαθός.

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰγᾰθία:доблесть отца или предков Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰγᾰθία: ἡ, (ἀγαθὸς) ἡ ἀρετὴ ἢ αἱ ἀγαθαὶ πράξεις τοῦ πατρὸς ἢ τῶν προγόνων τινός, Πλούτ. 2. 183D, 534C.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις του πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αγαθία (< -άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδραγαθία].