πελλαντήρ
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
πελλαντῆρος, ὁ, (πέλλἀ one who milks into a pail, Hsch.; πελλητήρ, Clitarch. ap. Ath. 11.495e; also, = κύλιξ, Philet.ibid.
German (Pape)
[Seite 551] ῆρος, ὁ, auch πελλητήρ, ὁ, der Geltner, der Melker, thessalisch = ἀμολγεύς, Ath. XI, 495 e, wie Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πελλαντήρ: ῆρος, ὁ, (πέλλα) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. λέξις ἀντὶ ἀμολγεύς, Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αρμέγει σε πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου πελλαίνω (πρβλ. υγραντήρ)].