πεμπτέος
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent, Luc.Phal.1.11.
II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.
Russian (Dvoretsky)
πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.
Greek Monotonic
πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.
Middle Liddell
πεμπτέος, η, ον, verb. adj. of πέμπω
I. to be sent, Luc.
II. πεμπτέον, one must send, Xen.