περηφάνια
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
η, ΝΜ περήφανος
η υπερηφάνεια, η ιδιότητα ή η εκδήλωση του περήφανου, ηθική στάση που απορρέει από την πίστη και την αγάπη στον εαυτό μας ή σε κάτι που έχει σχέση με αυτόν και εκδηλώνεται ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη ή, όταν είναι υπερβολική, ως σύμπλεγμα ανωτερότητας, ως αλαζονεία και έπαρση.