Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιγιάλι

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το / περιγιάλι(ον), ΝΜ, και παραγιάλι και περγιάλι, Ν
η αμμώδης λωρίδα της στεριάς που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παραλία, ακροθαλασσιά (α. «στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι διψάσαμε το μεσημέρι», Σεφέρης
β. «κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγιάλιν, ουδ. του επιθ. παρ-αιγιάλιος (< παρα- + αἰγιαλός)].