πεσκέσι

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. δώρο σε τρόφιμα ή ποτά
2. φρ. α) «του ήρθε πεσκέσι» — πήρε, απροσδόκητα, κάτι καλό ή, ειρωνικά, του συνέβη απροσδόκητα κάτι κακό
β) «διαόλου πεσκέσι» ή «για το διάολο πεσκέσι» — πονηρός και δόλιος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peskes].