χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
ο, ΝΜ
1. είδος κυνηγετικού, γυμνασμένου γερακιού («στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης», δημ. τραγούδι)
μσν.
γενναίος, ορμητικός άνδρας («ὅλοι ἰσχυροὶ καὶ δυνατοί, δράκοντες καὶ πετρίτες», Διήγ. Αχιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ιερακίτης)].