Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πετρίτης

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
1. είδος κυνηγετικού, γυμνασμένου γερακιού («στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης», δημ. τραγούδι)
μσν.
γενναίος, ορμητικός άνδρας («ὅλοι ἰσχυροὶ καὶ δυνατοί, δράκοντες καὶ πετρίτες», Διήγ. Αχιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ιερακίτης)].