πετροβόλος

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετροβόλος Medium diacritics: πετροβόλος Low diacritics: πετροβόλος Capitals: ΠΕΤΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: petrobólos Transliteration B: petrobolos Transliteration C: petrovolos Beta Code: petrobo/los

English (LSJ)

(parox.), ον,
A throwing stones, X.HG2.4.12.
II Subst. πετροβόλος, ὁ, engine for throwing stones, Plb.5.4.6, LXX Jb.41.19, Ath.Mech.34.2, etc.; distinguished from καταπέλτης, Plb.8.7.2 (but καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους D.S.18.51, cf. IG22.468.1): neut. πετροβόλα (sc. ὄργανα), opp. δορυβόλα, J.AJ9.10.3.
2 sling, v.l. in LXX 1 Ki.14.14.
III λίθοι πετρόβολοι hurled as from a sling, of hailstones, ib.Ez.13.11, 13.

German (Pape)

[Seite 606] Steine werfend, schleudernd, Xen. Hell. 2, 4, 12; von den Ballisten, Pol. 5, 4, 6. 8, 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des pierres.
Étymologie: πέτρος, βάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετροβόλος -ον [πέτρα, βάλλω] stenen slingerend.

Russian (Dvoretsky)

πετροβόλος: II
1 камнеметатель Xen.;
2 петробол, камнеметательное орудие Diod., Polyb.
камнеметательный (καταπέλτης ὀξυβελής τε Diod.).

Greek Monolingual

-ο / πετροβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που εξακοντίζει πέτρες («πελτοφόροι τε καὶ ψιλοὶ ἀκοντισταί, ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ πετροβόλοι», Ξεν.)
αρχ.
1. (το αρσ. εν. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ πετροβόλος, τὰ πετροβόλα
μηχανή για την εκσφενδόνιση πετρών (α. «πετροβόλους παντοίους, ὧν ἦσαν οἱ μέγιστοι τριτάλαντοι», Διόδ.
β. «πετροβόλα τε καὶ δορυβόλα», Ιώσ.)
2. το αρσ. ως ουσ. η σφεντόνα
3. φρ. «λίθοι πετροβόλοι» — το χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. λιθο-βόλος.

Greek Monotonic

πετροβόλος: -ον (βάλλω
I. αυτός που πετάει πέτρες, σε Ξεν.
II. ως ουσ., πετροβόλος, , η πολεμική μηχανή που εκτοξεύει πέτρες, Λατ. ballista, σε Πολύβ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πετροβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων πέτρους, δηλ. λίθους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 12. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροβόλος, ὁ, μηχανὴ πολεμική, δι’ ἧς ἔρριπτον πέτρους, τὸ Λατ. ballista, Πολύβ. 5. 4, 6, κτλ.· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ καταπέλτης, ὁ αὐτ. 8. 9, 2· ἐν ᾧ ὁ Διόδ. 18. 51· μνημονεύει καταπέλτας ὀξυβελεῖς τε καὶ πετροβόλους· οὐδ. πετροβόλα (δηλ. ὄργανα), ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ δορυβόλα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 10, 3.

Middle Liddell

πετρο-βόλος, ον, βάλλω
I. throwing stones, Xen.
II. as substantive, πετροβόλος, an engine for throwing stones, Lat. ballista, Polyb., etc.