πλάση
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
η / πλάσις, -εως, ΝΜΑ πλάσσω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλάθω, σχηματισμός, διαμόρφωση, πλάσιμο
νεοελλ.
1. το σύνολο τών όντων που, κατά τη θρησκεία, δημιουργήθηκαν από τον θεό, η κτίση, το σύμπαν
2. στον πληθ. οι πλάσεις
(ποιητ.) τα πλάσματα του σύμπαντος
αρχ.
1. άσκηση, εκγύμναση της φωνής
2. (σχετικά με ρήτορες) σύνθεση, σύνταξη του λόγου
3. επινόηση, επίνοια.