πλήτης
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
πλησιαστής, Hsch. πλητήσαντα· δηλοῦντα, Id. πλητίνες· δέλτοι, Id. πλῆτο, 3sg. aor. Pass. both of πίμπλημι and of πελάζω.
German (Pape)
[Seite 636] ὁ, ion. statt πελάτης, Hesych.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πλησιαστής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα pelā- του πέλας, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, + κατάλ. -της].