πλείω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
A v. πλέω.
German (Pape)
[Seite 628] poet. statt πλέω, schiffen, Od. 15, 34. 16, 368.
French (Bailly abrégé)
1contr. p. πλείονα, acc. m. ou pl. neutre de πλείων.
2épq. et ion. c. πλέω.
Russian (Dvoretsky)
πλείω:
I (= πλείονα) acc. m и pl. n к πλείων.
II эп.-ион. = πλέω I.
Greek (Liddell-Scott)
πλείω: ποιητ. ἀντὶ πλέω.
English (Autenrieth)
(πλέϝω), inf. πλείειν, part. πλέων (Od. 1.183), πλείοντες, ipf. ἔπλεον, πλέεν, fut. πλεύσεσθε: sail; as if trans., ὑγρὰ κέλευθα, Od. 3.71.
see πλέω.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) βλ. πλέω.
Greek Monotonic
πλείω: ποιητ. αντί πλέω, πλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλείω Ion. voor πλέω.
πλείω acc. sing. of nom. en acc. n. pl. van πλείων.