πλευστέον
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
or πλευστέα, (πλέω) one must sail, πλευστέα Ar.Lys.411; πλευστέον… αὐτοῖς ἐμβᾶσι D.4.16, cf. Them.Or.27.337c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλευστέον, adj. verb. van πλέω, er moet gevaren worden.
Russian (Dvoretsky)
πλευστέον: adj. verb. к πλέω I.
Greek (Liddell-Scott)
πλευστέον: ἢ έα, ῥηματ. ἐπίθ. ἐκ τοῦ πλέω, δεῖ πλεῖν, πρέπει τις νὰ πλεύσῃ, πλευστέα Ἀριστοφ. Λυσ. 411· πλευστέον... αὐτοῖς ἐμβᾶσι Δημ. 44. 19.
Greek Monotonic
πλευστέον: ρημ. επίθ. από το πλέω, πρέπει να πλεύσουμε, σε Δημ.