πορφυρομιγής

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφῠρομῐγής Medium diacritics: πορφυρομιγής Low diacritics: πορφυρομιγής Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΜΙΓΗΣ
Transliteration A: porphyromigḗs Transliteration B: porphyromigēs Transliteration C: porfyromigis Beta Code: porfuromigh/s

English (LSJ)

πορφυρομιγές, mixed with purple, ἐσθής Poll.7.48, cf.10.42.

German (Pape)

[Seite 686] ές, mit Purpur gemischt, Poll. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρομῐγής: -ές, ὁ μεμιγμένος, μετὰ πορφύρας. Πολυδ. Ζ΄, 48, Ι΄, 42.

Greek Monolingual

-ές, Α
φρ. «πορφυρομιγὴς ἐσθής» — εσθήτα, ένδυμα με πορφυρές διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -μιγής (< μ(ε)ίγνυμι)].