ποττῶ

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

German (Pape)

[Seite 690] ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, richtiger getrennt geschrieben, πὸτ τῶ u. s. w., dorisch statt πρὸς τοῦ, τῷ, τόν, τούς, τήν, s. oben πότ.

French (Bailly abrégé)

v. ποτί.

Russian (Dvoretsky)

ποττῶ: Theocr. = ποτὶ τοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

ποττῶ: ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.

Greek Monotonic

ποττῶ: ποτ-τῷ, ποτ-τόν, ποτ-τώς, ποτ-τάν, Δωρ. αντί πρὸς τῶ, πρὸς τῷ κ.λπ.