πραγμάτευμα
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
-ατος, τό, business, concern, τὸ π. τὸ τῶν ῥητόρων Phld.Rh.1.82 S., cf. 79S.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμάτευμα: τό, = πραγματεία, Εὐστ: Πονημάτ. 70. 62.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, ΜΑ πραγματεύομαι
ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.).