προβατοκομία

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

η, Ν
εκτροφή προβάτων, προβατοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβατοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].