προικοφόρος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικοφόρος Medium diacritics: προικοφόρος Low diacritics: προικοφόρος Capitals: ΠΡΟΙΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: proikophóros Transliteration B: proikophoros Transliteration C: proikoforos Beta Code: proikofo/ros

English (LSJ)

ἡ, dowered, that has a dowry, Lat. dotata, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 725] Aussteuer bringend (?).

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
1. (το αρσ.) ο πατέρας που προικίζει τη νύφη
2. το θηλ. νύφη με προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -οικός + -φόρος].