προπαραλήγω

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπαραλήγω Medium diacritics: προπαραλήγω Low diacritics: προπαραλήγω Capitals: ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΩ
Transliteration A: proparalḗgō Transliteration B: proparalēgō Transliteration C: proparaligo Beta Code: proparalh/gw

English (LSJ)

to be the antepenultimate, ἡ προπαραλήγουσα (sc. συλλαβή) the antepenultimate, Sch.Ar.Ra.1455, Eust.15.34, al.:—Med., π. τῷ o have o in the antepenultimate, EM308.49.

German (Pape)

[Seite 738] vorher aufhören, ἡ προπαραλήγουσα, sc. συλλαβή, die vorvorletzte, drittletzte Sylbe, antepenultima, Gramm.

French (Bailly abrégé)

t. de gramm. être antépénultième ; ἡ προπαραλήγουσα (συλλαβή) syllabe antépénultième;
Moy. προπαραλήγομαι m. sign.
Étymologie: πρό, παραλήγω.

Greek (Liddell-Scott)

προπαραλήγω: ἐξ οὗ ἡ προπαραλήγουσα (ἐξυπακ. συλλαβή), ἡ πρὸ τῆς παραληγούσης, δηλ. ἡ τρίτη συλλαβὴ ἀπὸ τῆς ληγούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1455, Εὐστ., κλπ.· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προπαραλήγεσθαι τῷ ο. Ἐτυμολ. Μέγ. 308. 49.

Greek Monolingual

ΜΑ παραλήγω
1. (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.)
βλ. προπαραλήγουσα
2. (μέσ. με δοτ.) προπαραλήγεσθαι
δηλώνει τον σχηματισμό της παραλήγουσας με ένα γράμμα («προπαραλήγεσθαι τῴ ο» — η προπαραλήγουσα σχηματίζεται με το ο, Μέγα Ετυμολογικόν).