προπατορικός
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
German (Pape)
[Seite 739] dem Stammvater od. den Vorfahren gehörig (?).
Greek (Liddell-Scott)
προπᾰτορικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς προπάτορας, προγονικός, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 855D: τὸ προπάτορον = προπατορικόν, Ἐπιφάν. ΙΙΙ, 29.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προπατορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προπάτωρ, -ορος]
1. αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική κληρονομιά» β. «προπατορικόν αποτιννύων χρέος», Βαλσ.)
2. φρ. «προπατορικό(ν) αμάρτημα» ή «προπατορική αμαρτία» — το αμάρτημα της παρακοής του Αδάμ και της Εύας, το οποίο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε ως συνέπεια την έξωσή τους από τον Παράδεισο και την είσοδο του ανθρώπινου γένους στη θνητότητα.