προπεμπτικός
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
προπεμπτική, προπεμπτικόν, accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. προπεμπτικῶς Iamb.VP28.145.
German (Pape)
[Seite 739] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.
Greek (Liddell-Scott)
προπεμπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ προπέμπω
αυτός που γίνεται, που τελείται ή χρησιμοποιείται κατά την προπομπή, το κατευόδιο (α. «προπεμπτικὴ λαλιά», Μέν. Ρήτ.
θ. «προπεμπτικοὶ λόγοι», Ιμέρ.).