προσανατίθεμαι

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187

Greek Monotonic

προσανατίθεμαι: Μέσ.,
I. αναλαμβάνω επιπρόσθετο βάρος, σε Ξεν.· αλλά, προσανατίθεμαί τί τινι, συνδράμω, προσφέρω ο ένας στον άλλο, σε Καινή Διαθήκη
II. προσανατίθεσθαί τινι, συσκέπτομαι με κάποιον, στο ίδ.

Middle Liddell

I. Mid. to take an additional burthen on oneself, Xen.; but, πρ. τί τινι to contribute of oneself to another, NTest.
II. προσανατίθεσθαί τινι to take counsel with one, NTest.