πρωτύτερος

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν πρώτος
αυτός που βρίσκεται, γίνεται ή συμβαίνει πριν από έναν άλλο, ο προγενέστερος.
επίρρ...
πρωτύτερα Ν
1. πριν, προηγουμένως
2. (μόνον στον Ερωτοκρ.) την πρώτη φορά («πρωτύτερα οντέ τά 'κουγα να μού τά λέσιν άλλοι», Ερωτόκρ.).